Ενώ τα έργα της εκκλησίας του Σαν Τζιμινιάνο της Βενετίας (1558-1561) και τα τρία πολύπτυχα για την εκκλησία του Σαν Μπενεντέττο Πο ακολουθούν ακόμη την τεχνοτροπία της ελεύθερης απόδοσης των τοπίων του Άζολε, του Γράππα και της κοιλάδας του Πιάβε, στις επιτήδειες οφθαλμαπάτες, όπως εκείνη με το κορίτσι που προβάλλει από μια μισάνοιχτη θύρα και μοιάζει να προχωρά προς τον θεατή, η έκφραση του Βερονέζε γίνεται βαθμιαία οξύτερη και οι προοπτικές βραχύνσεις αποκτούν, ίσως και με την επίδραση του Τιντορέττο, μεγαλύτερη ένταση. Ο κύκλος των πινάκων του 1572 για την οικογένεια Κουτσίνα και τα δείπνα της ίδιας περιόδου, είναι επιβλητικά παραδείγματα αυτού του τρόπου συνθέσεως, όπου οι φωτεινές επιφάνειες εναλλάσσονται ρυθμικά με τους ψυχρούς τόνους των ουρανών και οι σκληρές λάμψεις του φωτός συνδυάζονται με τους χαμηλούς τόνους του δειλινού.
Γιάκοπο Ραμπούστι, ο επονομαζόμενος Τιντορέττο, (Jacopo Robusti ditto il Tintoretto). Ιταλός ζωγράφος (Βενετία 1518-1594). Το όνομά του προέρχεται από το επάγγελμα του πατέρα του που ήταν βαφέας υφασμάτων (tin tore). Η πρώτη του δραστηριότητα χρονολογείται από το 1540, όταν είχε ποια απαλλαγή από την υποχρέωση να υποτάσσεται στους κανόνες οποιουδήποτε εργαστηρίου και έγινε ανεξάρτητος τεχνίτης. Ο Τισιανός τον είχε διώξει από το εργαστήριό του, γιατί δεν μπορούσε να συμβιβαστεί με τις αντίθετες τάσεις του νεαρού ζωγράφου, που ήταν ανήσυχος, φιλόδοξος, νευρικός και μεγαλοφυής. Η διαμόρφωσή του συνδέεται περισσότερο με τον Μπονιφάτσιο ντε Πιτάτι και με τον Αντρέα Μελντόλλα, τον επονομαζόμενο Σκιαβόνε, ζωγράφο της βενετσιάνικης σχολής, επηρεασμένο από την μανιεριστική κομψότητα του Παρμιτζανίνο.
Καλλιτεχνικό ρεύμα που αναπτύχθηκε στην Ευρώπη, ιδιαίτερα στην Ιταλία, τον 16ο αιώνα. Σύμφωνα με μια παλαιότερη αντίληψη, ο κλασικισμός της Αναγεννήσεως, παρουσιάζεται σαν κορύφωση της ισορροπίας και της τελειότητας, μετά από μια φάση πειραματισμών και έρευνας και ακολουθείται από μια φάση, εκζήτησης και πολυπλοκότητας. Ο Μανιερισμός τις μορφολογικές και ψυχολογικές της αρχές της ηρεμίας και της ευπρέπειας και κατέληξε σε εκφράσεις εφιαλτικές, επιτηδευμένες, που διατύπωναν με τρόπους περίπλοκους και συχνά αντιφατικούς τον κρυφό αισθησιασμό και την πνευματική και ηθική ανησυχία της εποχής.